Η γυναίκα με το καλσόν - Διήγημα

 Παραμονή Χριστουγέννων 1958

Μια τυπική οικογένεια όπως όλες οι άλλες ετοιμαζοντοτσαν για το χριστουγεννιατικο δείπνο. Ένα χάος μέσα στο σπίτι τους προκαλούσε από τις φωνές των παιδιών και των γονιών που προσπαθούσαν να είναι έτοιμη όταν έρθουν οι επισκεφτες τους.

«μητέρα πες κάτι στον Απόλλωνα! Δεν μου δίνει το καλσόν μου!» η μικρή κόρη αρχίζει να  παραπονιέται στην μητέρα της για τον μεγαλύτερο αδερφό της.

«Απόλλωνα δώσε το καλσόν στην αδερφή σου!» φωνάζει η μητέρα στον μεγάλο γιο της ενώ συνεχίζει να παρατηρεί το φαγητό που είναι στον φούρνο. Η κουζίνα μύριζε γεμιστό κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο από τα χέρια της γυναίκας του σπιτιού.

«γυναίκα που είναι η γραβάτα μου η καλή;» έρχεται και ο άντρας της οικογένειας δηλαδή ο πατέρας αναζητώντας για την αγαπημένη γραβάτα του και αυτή που βάζει κάθε Χριστούγεννα.

«αγάπη μου είναι στο κομοδίνο μου στο πρώτο συρτάρι» τον διαβεβαιώνει η γυναίκα του ενώ πίνει λίγο νερό και εκείνος την φίλα στο μέτωπο ως ευχαριστώ και τρέχει για να πάει να την πάρει η γυναίκα ανατρίχιασε από την ξαφνική κίνηση του άντρα της και μετά ξανά γύρισε στις δουλειές της.

«μαμά ο Χρήστος μου έσκισε το καλσόν μου!» φωνάζει η μικρή κόρη και η μάνα εκνευρισμένη τρέχει με προορισμό στον επάνω όροφο που είναι τα υπνοδωμάτια όλων.

«για όνομα του Θεού! Γιατί δεν αφήνετε την μικρή σας αδερφή να βάλει το καλσόν της;» φωνάζει η μάνα εκνευρισμένη από τα τόσα που έχει στο μυαλό της και στα τρία της παιδιά ενώ η κόρη τρέχει προς την αγκαλιά της.

«μην ανησυχείς θα βρούμε τι θα κάνουμε, μπορεί να έχω εγώ κανένα στο δωμάτιο μου για εσένα» καθησυχάζει η μητέρα ενώ την χαϊδεύει απαλά στο κεφάλι της.

«Απόλλωνα κάτω στην κουζίνα να προσέχεις το φάει και εσύ Χρήστο κάτω να ετοιμάσεις το τραπέζι και  για άμα έρθουν οι επισκέπτες μας να τους υποδεχτείς, αμάν πια!» δίνει διαταγές η μητέρα και οι δύο γίοι χωρίς να βγάλουν αχνά φεύγουν κατευθείαν για ότι τους είχε αναθέσει. Αφού μένουν μόνες τους μάνα και κόρη ξεκινά κατευθείαν να βρει στην ντουλάπα της μικρής άμα έχει ένα δεύτερο καλσόν να φορέσει αλλιώς θα έβαζε της μητέρας γης που ήταν μεγάλα και χοντρά.

«αχ αυτά τα αγόρια» Αναστενάζει η μητέρα ενώ κλείνει την ντουλάπα και πάει στο κομοδίνο του κρεβατιού. Με το που το ανοίγει βρίσκει μπροστά στα μάτια ένα ωραίο και φανταχτερό καλσόν να περιμένει για την μικρή κόρη την Περσεφόνη.

«πολύ ωραία» λέει ικανοποιημένη ενώ ζητά από την κόρη της να έρθει προς το μέρος της για να το βάλει.

Λίγα δευτερόλεπτα μετά η μητέρα με την κόρη βγαίνουν από το υπνοδωμάτιο της μικρής και τότε έρχονται αντιμέτωποι με τον πατέρα. Η μητέρα για λίγο κοκαλωσε μπροστά του αλλά μετά από λίγο ξανά πήρε τα πάνω της και τον ρώτησε σιγανά άμα ήθελε κάτι, ο άντρας δεν της απάντησε αλλά με ένα του βλέμμα έδειξε το υπνοδωμάτιο τους και έπειτα έφυγε προς εκείνο.

«Περσεφόνη πήγαινε κάτω στην κουζίνα μαζί με τον αδερφό σου και δες τι κάνουν» ζητά απο την κόρη της και εκείνη τρέχει προς τον κάτω όροφο, αφού η μητέρα βλέπει πως η κόρη είχε ήδη κατέβει τα σκαλιά προχώρησε προς το υπνοδωμάτιο της με του άντρα της.

Ο άντρας της την περίμενε μπροστά από την τουαλέτα με το μπου μπήκε η γυναίκα ο άντρας την είδε από τον καθρέφτη. Όταν γύρισε να την δει η γυναίκα στεκόταν ήδη πολύ κοντά του κάτι που τον έκανε να κάνει ένα βήμα πίσω.

«σιγά Όλγα» της λέει ενώ πάει να κάτσει στο καρεκλάκι που κάθεται και βάφεται κάθε μέρα η γυναίκα του ώστε να μην φαίνονται οι μελανιές από το προηγούμενο βράδυ.

Η γυναίκα όμως δεν απαντά, χαμόγελα γλυκά και πηγαίνει προς το μπάνιο τους, ο άντρας μετά από λίγο άκουσε την βρύση να τρεχει και τότε ηρέμησε ενώ δεν έπρεπε. Αποφάσισε να πάει στο μπάνιο να της κάνει παρέα αλλά όταν προσπάθησε να μπει η πόρτα ήταν κλειδωμένη.

«Όλγα μου γιατί κλειδωσες την πόρτα;» ρώτα ο άντρας νευριασμενος.

«γιατί Σωκράτη μου επειδή έτσι θέλω» του λέει ακριβώς πίσω από το αυτί του ψιθυριστά και εκείνος τρομάζει. Γύρνα να την αντικρίσει αλλά εκείνος δεν την έβλεπε πουθενά, πίστευε πως το μυαλό του έπαιζε πονηρά μαζί του μέχρι που η πόρτα του μπάνιου άνοιξε και εμφανίστηκε μια άλλη γυναίκα.

«ποια είσαι εσύ; τι έκανες στην γυναίκα μου;» η γυναίκα γελά από τις ερωτήσεις του άντρα. Χωρίς να απαντήσει στο ερωτήματα του αποφασίζει να τον αφήσει να περάσει μέσα στο μπάνιο.
Ο Σωκράτης διασταχτηκα αποφασίζει να μπει στο μπάνιο και τότε βλέπει την γυναίκα του νεκρή με το καλσόν που φορούσε δεμένο στο λαιμό της. Το Καλσόν είχε μέσα μαχαίρια που παρόλο όσο κοφτερά κι αν ήταν το καλσόν φαινόταν να μην είχε σκιστεί παραπάνω από όσο θα πρεπε.

«όχι...» το μόνο που καταφέρνει να πει ο Σωκράτης ενώ πάει να βγει από το υπνοδωμάτιο τους. Αλλά η γυναίκα τον σταματά προτού πάει να πιάσει το πομολο της πόρτας, μετά από λίγα δευτερόλεπτα ο άντρας πέφτει κάτω με ένα από τα καλσόν της γυναίκας του με μέσα μαχαίρια που είχαν ισχορησει μέσα στον λαιμό του.

Η γυναίκα άρχισε να χτυπά παλαμάκια ευχαριστημενη, τότε όμως άκουσε να ανεβαίνουν τα σκαλιά οι δύο γίοι, η γυναίκα αποφάσισε να αλλάξει μορφή και να πάρει την εμφάνιση του άντρα μιας που ήξερε πως είχε περισσότερη δύναμη από τον καθένα τους.

«πατέρα; μητέρα; γιατί αργείτε τόσο;»
Φωνάζει ο Απόλλωνας, ο μεγαλύτερος γιος ενώ και ο Χρήστος ο μεσαίος συμφωνεί μαζί του. Η γυναίκα με την φωνή του πατέρα ζητά από τον μεσαίο αδερφό να μπει μέσα ενώ αφήνει τον μεγάλο αδερφό απέξω. Χωρίς να περιμένει η γυναίκα σκοτώνει και τον μεσαίο γιο αφού είχε δει πρώτα τον πατέρα του μπροστά στα μάτια του νεκρό.

Έπειτα η γυναίκα ζητά και από τον μεγάλο γιο να μπει μέσα αλλά εκείνος ένιωθε περίεργα και αποφάσισε να μην μπει με αποτέλεσμα να νευριάσει την γυναίκα. Η γυναίκα αφού είδε πως δεν έμπαινε άλλαξε μορφή και πήρε την εμφάνιση της μητέρας του να ζητά βοήθεια από εκείνον.

Τότε ο μεγάλος γιος μπαίνει μέσα δυναμικά και τότε βλέπει τον αδερφό του, μητέρα και πατέρα νεκρό. Μια γυναίκα μόνο ζωντανή και να κρατά ένα καλσόν με μέσα του να έχει μαχαίρια ο Απόλλωνας κατευθείαν φώναξε την μικρή του αδερφή να φύγει από το σπίτι κι έτσι η γυναίκα σκότωσε και τον μεγάλο γιο.

Από όλη την οικογένεια είχε μείνει μόνο η μικρή κόρη η Περσεφόνη, η γυναίκα την έψαχνε σε όλο το σπίτι άλλαζε κάθε δευτερόλεπτο την φωνή της είτε στην φωνή της μητέρας, του πατέρα είτε των δύο αδερφών της αλλά εκείνη δεν εμφανιζόταν.

Κρατούσε σφιχτά στα λεπτοκαμομενα της χεράκια τον σταυρό που είχε από την βάπτιση της και έλεγε το "πιστεύω" όσο πιο γρήγορα και σιγανά μπορούσε μετά από αυτό έλεγε κι άλλες προσευχές που τις είχε μάθει η μητέρα της μαζί με την γιαγιά της μέχρι αυτή η τρομαχτική γυναίκα την αφήσει στην ησυχία της.

Ξαφνικά η γυναίκα σταμάτησε στην ντουλάπα που ήταν εκεί  κριμμενη η μικρή Περσεφόνη, τότε η μικρή άρχισε να επιμένει όλο και πιο πολύ στις προσευχές της και να κάνει τον σταυρό της. Η γυναίκα γελασε και τότε άνοιξε την ντουλάπα το μικρό κοριτσάκι της πέταξε τον σταυρό στην μούρη της με αποτέλεσμα να καεί και να δώσει σημασία στον πόνο της.

Παρόλα αυτά η γυναίκα με μια κίνηση του χεριού της έκλεισε την πόρτα με αποτέλεσμα να κλειδώσει το μικρό κοριτσάκι μαζί της στο υπνοδωμάτιο. Η μικρή Περσεφόνη άρχισε να κλαίει ενώ έβλεπε την γυναίκα να έρχεται προς το μέρος της, η γυναίκα τότε την λυπηθηκε όταν την είδε έτσι και ξαφνικά σταμάτησε μπροστά της.

«συγγνώμη που στο κάνω αυτό χρυσό μου» και τότε την πνίγει και εκείνη με το καλσόν που της είχαν πάρει τα αδέρφια της και το είχαν σκίσει.

•••


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις