Το Τετράγωνο των Μυστικών - Πρόλογος
♙
Η Παρτίδα
Η βραδιά μύριζε καφέ και χαρτί. Το τραπέζι στο μικρό σαλόνι είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης∙ ένα παλιό, φθαρμένο κουτί επιτραπέζιου ήταν ανοιγμένο, και τα χρωματιστά χαρτονομίσματα ήταν στοιβαγμένα σε τακτοποιημένες στήλες. Πάνω τους, τρία μικρά πιόνια γυάλιζαν από το φως της λάμπας: ένα παπούτσι, ένα καράβι κι ένα σκυλάκι.
Οι τρεις φίλοι μαζεύονταν έτσι σχεδόν κάθε Παρασκευή. Ήταν η δική τους συνήθεια, ένα καταφύγιο από την καθημερινότητα.
Ο Νίκος, με το βλέμμα πάντα ανήσυχο, ζούσε πια περισσότερο μπροστά σε οθόνες παρά έξω στον κόσμο. Φοιτητής πληροφορικής, εθισμένος στους γρίφους, έβλεπε κάθε παρτίδα σαν πρόκληση, σαν μια μικρή «προσομοίωση» που έπρεπε να κερδίσει. Το παπούτσι ήταν το αγαπημένο του πιόνι∙ συνηθισμένο, ταπεινό, αλλά σταθερό. Κάποτε είχε πει: «Με τα παπούτσια γράφεις ιστορίες∙ σε πάνε εκεί που δεν το περιμένεις».
Η Άννα, κουρασμένη από τη μέρα της με παιδιά στην τάξη, είχε αφήσει την τσάντα της στην άκρη. Τα μάτια της, όμως, είχαν ακόμα εκείνη τη σπίθα, την περιέργεια της δασκάλας που ήθελε να ταξιδεύει σε άλλους κόσμους μέσα από τις ιστορίες. Το καράβι ήταν δικό της∙ το διάλεγε πάντα. Για εκείνη, ήταν το όνειρο να ξεφύγει, να χαθεί σε άγνωστες θάλασσες όπου κανείς δεν ήξερε το όνομά της.
Ο Μάριος, πιο μεγάλος από τους δύο, δεν μιλούσε πολύ εκείνο το βράδυ. Είχε έρθει με το γνώριμο χαμόγελο, αλλά πίσω του κρυβόταν κάτι βαρύ∙ κάτι που δεν έλεγε ποτέ. Το σκυλάκι ήταν πάντα η επιλογή του. «Γιατί;» τον είχαν ρωτήσει κάποτε. «Γιατί είναι πιστό», είχε απαντήσει. Και ποτέ δεν είπε τίποτα παραπάνω.
Η βραδιά ξεκίνησε με αστεία, πειράγματα και τον γνώριμο ήχο από τα ζάρια που κουδούνιζαν μέσα στο πλαστικό ποτήρι. Ήταν μια παρτίδα όπως όλες οι άλλες — ή τουλάχιστον έτσι πίστευαν.
Αλλά από την πρώτη κιόλας ζαριά, κάτι δεν ήταν σωστό.
Τα ζάρια, λευκά και φθαρμένα από χρόνια χρήσης, έλαμπαν αμυδρά σαν να είχαν φυλακίσει μέσα τους ένα κομμάτι φωτιάς. Ο αέρας στο δωμάτιο βάρυνε∙ σαν οι τοίχοι να πλησίαζαν λίγο πιο κοντά, σαν το φως να πάλευε να μείνει αναμμένο.
Κανείς τους δεν μίλησε αμέσως, όμως όλοι το ένιωσαν. Η στιγμή που το πρώτο ζάρι κύλησε στο τραπέζι δεν ήταν πια απλό παιχνίδι. Ήταν κάτι άλλο. Τα μάτια τους καρφώθηκαν στους αριθμούς που σχηματίστηκαν.
Ένα δυνατό ρεύμα, αόρατο αλλά αδιαμφισβήτητο, τους τράβηξε μέσα. Οι σκιές γύρω τους άρχισαν να χορεύουν, και το τραπέζι, το σαλόνι, η λάμπα — όλα διαλύθηκαν σε σπείρες φωτός και σκότους.
Και τότε…
βρέθηκαν αλλού.
Στην αρχή, πίστεψαν ότι ήταν όνειρο. Μια απέραντη πόλη απλώνεται γύρω τους, χτισμένη σαν σκακιέρα, με δρόμους τετράγωνους, σπίτια πολύχρωμα και ταμπέλες που έμοιαζαν γνώριμες, μα και αλλόκοτες ταυτόχρονα... Στην καρδιά της πόλης υψωνόταν ένα τεράστιο οικοδόμημα — η Τράπεζα, σκοτεινή και παντοδύναμη, σαν να κοιτούσε κάθε τους κίνηση.
Ο Νίκος, η Άννα και ο Μάριος κατέβασαν το βλέμμα τους στα χέρια τους.
Δεν ήταν πια οι ίδιοι. Ήταν τα πιόνια.
Το παπούτσι. Το καράβι. Το σκυλάκι.
Η παρτίδα είχε μόλις ξεκινήσει αλλά διαφορετικά από άλλες φορές.
Μόνο που αυτή τη φορά, το τέλος δεν θα σήμαινε απλώς «χάσαμε»

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου