Κεφάλαιο 9ο Πίσω Από Τα Κάγκελα

 

Πίσω Από Τα Κάγκελα

Ο Νίκος έπεσε βαριά πάνω στο πέτρινο δάπεδο. Το χέρι του αστυνομικού είχε σπρώξει δυνατά την πλάτη του∙ τα κάγκελα έκλεισαν πίσω του με έναν βαρύ μεταλλικό ήχο που αντήχησε σε όλο το κελί. Η ανάσα του έβγαινε κοφτή, η καρδιά του χτυπούσε σαν τύμπανο μάχης.

Η φυλακή της Μονοπολίας δεν μοιάζει με καμία φυλακή του αληθινού κόσμου. Οι τοίχοι έμοιαζαν να ανασαίνουν, το φως ερχόταν από περίεργες λάμπες που έσταζαν σταγόνες φωτός, και στο βάθος υπάρχουν δεκάδες άλλα κελιά∙ κάθε ένα με μια ψυχή παγιδευμένη, σκιές που τον κοιτούσαν με βλέμματα κούρασης ή παράνοιας.

Στη γωνία του κελιού του, καθόταν ένας άντρας γύρω στα σαράντα. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, γεμάτα αγρύπνια, μα μέσα τους έκαιγε μια παράξενη σπίθα. Σήκωσε αργά το κεφάλι και χαμογέλασε με τρόπο που ο Νίκος δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει – ούτε απειλητικό, ούτε φιλικό.

—«Καλώς ήρθες στη δεύτερη ζωή σου, πιτσιρικά,» είπε ο άγνωστος, με φωνή βραχνή.
—«Δεύτερη ζωή; Τι εννοείς;» απάντησε ο Νίκος σαστισμένος.
—«Εδώ κανείς δεν είναι για λίγο. Όσοι μπαίνουν, είτε μαθαίνουν τους κανόνες… είτε χάνονται για πάντα.»

Ο Νίκος ένιωσε τα δάχτυλά του να σφίγγονται σε γροθιές.
—«Εγώ θα φύγω. Δεν θα μείνω εδώ για πάντα.»
Ο άντρας γέλασε ξερά.
—«Όλοι το λένε στην αρχή. Όμως η Τράπεζα κρατάει τα κλειδιά. Κι οι ζαριές; Μόνο αυτές μπορούν να σε βγάλουν. Μα πρόσεξε: κάθε γύρος που χάνεις εδώ μέσα, εκεί έξω οι φίλοι σου κινδυνεύουν περισσότερο.»

Ο Νίκος πάγωσε. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως το ρολόι της Μονοπολίας χτυπούσε ασταμάτητα, και για όλους.
—«Ποιος είσαι;» ρώτησε επιφυλακτικά.
—«Λέγε με Σταύρο. Έπαιζα κι εγώ κάποτε… αλλά έκανα το λάθος να ρισκάρω όλα μου τα λεφτά σε μια ιδιοκτησία. Τώρα… μένω εδώ, και περιμένω. Παρατηρώ. Μαθαίνω.»

Ο Σταύρος σηκώθηκε αργά και πλησίασε τον Νίκο.
—«Άκουσε με, μικρέ. Αυτό το παιχνίδι δεν είναι απλώς μια Μονοπολία. Είναι μια πόλη που τρέφεται από εμάς. Τα σπίτια που αγοράζετε… ζωντανεύουν. Τα ξενοδοχεία… καταπίνουν τους αδύναμους. Κι η Τράπεζα; Είναι η καρδιά τους. Αν θες να σωθείς, πρέπει να μάθεις να παίζεις όχι μόνο με ζάρια… αλλά με μυαλό.»

Ο Νίκος έσφιξε τα δόντια του. Δεν ήξερε αν έπρεπε να τον πιστέψει ή όχι. Μα μέσα του κάτι έλεγε πως όσα άκουγε δεν ήταν παραλήρημα∙ ήταν προειδοποίηση.

Έπιασε τα κάγκελα και κοίταξε έξω. Στο βάθος, μπόρεσε να διακρίνει αχνά την Άννα και τον Μάριο που προχωρούσαν στο ταμπλό, μικρές φιγούρες που συνεχίζουν τον αγώνα τους. Ένα ρίγος τον διαπέρασε∙ ήταν κοντά του, αλλά τόσο μακριά.

—«Κράτα γερά, Άννα…» ψιθύρισε. «Δεν θα μείνω εδώ για πολύ.»

Την ίδια στιγμή, στην άλλη άκρη του ταμπλό, η Άννα και ο Μάριος έριχναν τα ζάρια με κομμένη την ανάσα. Τα μικρά κύβοι χτύπησαν στο ξύλινο πλακάκι και κύλησαν αργά μέχρι που σταμάτησαν. Έξι.

Το πιόνι τους προχώρησε και στάθηκε πάνω σε μια βαριά, σκοτεινή ιδιοκτησία∙ μια γωνία που δεν έμοιαζε με τις υπόλοιπες. Τα σπίτια δεν έμοιαζαν πια φιλόξενα, αλλά σκυθρωπά, με παράθυρα σαν μάτια που τους παρακολουθούσαν.

—«Μακάρι να ήταν άδεια…» ψιθύρισε η Άννα.
Όμως μια σκιά πρόβαλε από το κατώφλι του μεγαλύτερου κτιρίου. Ήταν μια γυναίκα με μακριά, κατακόκκινα μαλλιά, ντυμένη με παλιά, ξεθωριασμένα ρούχα που θύμιζαν εποχές άλλες. Στα χέρια της κρατούσε κλειδιά∙ δεκάδες κλειδιά που κουδούνιζαν κάθε φορά που κινούνταν.

—«Καλώς ήρθατε στους δρόμους μου,» είπε με φωνή που έμοιαζε να έρχεται από το ίδιο το πεζοδρόμιο. «Όποιος πατά εδώ, πληρώνει… με χρήμα, ή με κάτι πιο πολύτιμο.»

Η Άννα ένιωσε το αίμα της να παγώνει, ενώ ο Μάριος έκανε μισό βήμα μπροστά, έτοιμος να την προστατεύσει.

Ήταν η πρώτη φορά που συναντούσαν την Κυρία των Δρόμων, μια μορφή που δεν ανήκε στους κανόνες του επιτραπέζιου όπως το ήξεραν, αλλά σε κάτι πιο βαθύ και πιο επικίνδυνο.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις