Κεφάλαιο 8ο Άννα

 

Άννα

Η Άννα ακολουθούσε τον Μάριο στον δρόμο του ταμπλό, με το βλέμμα της έμεινε πίσω, εκεί, στα κάγκελα της φυλακής. Κάθε της βήμα ακουγόταν βαρύ, σαν να περπατούσε πάνω σε παγωμένο γυαλί. Ήξερε ότι αν έσπαγε, δεν θα μπορούσε να να μαζέψει τα κομμάτια της.
Και τότε, χωρίς να το καταλάβει, η μνήμη την άρπαξε και την τράβηξε πίσω…..


Μεγάλωσε στη Νίκαια, σε ένα διαμέρισμα παλιό με μωσαϊκό και στενούς τοίχους που μύριζαν πάντα μαγειρεμένο φαγητό από τις γειτόνισσες. Ο πατέρας της ναυτικός, σπάνια στο σπίτι, κι η μητέρα της μια γυναίκα σκληρή, κουρασμένη από τη ζωή, που όμως της έμαθε να στέκεται στα πόδια της. Από μικρή, η Άννα ένιωθε πως έπρεπε να παλεύει μόνη της.

Τα απογεύματα τα περνούσε στην πλατεία Χαλκηδόνας με φίλες∙ όνειρα πολλά, συζητήσεις για σπουδές, ταξίδια, φανταχτερές ζωές μακριά από τις πολυκατοικίες του Πειραιά. Όνειρα που έσβησαν όσο μεγάλωνε. Όσο τα χρόνια την έδεναν με ευθύνες.

Κι ύστερα ήρθε ο Στέλιος. Πιο μεγάλος, πιο σίγουρος, με εκείνο το χαμόγελο που υπόσχεται «κάτι παραπάνω». Την έπαιρνε βόλτες με το μηχανάκι ως το Πασαλιμάνι, της μιλούσε για μέλλον, της έλεγε ότι ήταν «διαφορετική». Κι εκείνη το πίστεψε. Για πρώτη φορά ένιωσε πως κάποιος τη βλέπει πραγματικά.

Η προδοσία έπεσε σαν πέτρα. Όταν έμαθε πως ο Στέλιος την απατούσε με την κολλητή της, ένιωσε να γκρεμίζεται ο κόσμος γύρω της. Δεν θύμωσε μόνο με εκείνον, μα και με τον εαυτό της. Γιατί είχε αφεθεί. Γιατί είχε πιστέψει.

Από τότε, η καρδιά της σφραγίστηκε. Δούλευε μέρα-νύχτα – πρωινά στην καφετέρια δίπλα στο λιμάνι, όπου έβλεπε τους ναυτικούς να γελούν και να μεθάνε, κι έπειτα φροντιστήρια και σεμινάρια για να τελειώσει τη σχολή που εγκατέλειψε. Η ζωή της έγινε ρουτίνα, γεμάτη κόπωση αλλά «ασφαλής». Έτσι δεν κινδύνευε να πληγωθεί ξανά.

Μα κάθε βράδυ, όταν ξάπλωνε μόνη της, ονειρευόταν ξανά τα ίδια: να φύγει μακριά, να σπουδάσει, να ταξιδέψει. Κι όμως, ποτέ δεν έκανε το βήμα. Ο φόβος ήταν πιο δυνατός.

Ο Νίκος μπήκε στη ζωή της απρόσμενα. Με την αθωότητα και την ένταση της ηλικίας του, με τα μάτια του που έλαμπαν σαν να είχε μπροστά του τον κόσμο όλο. Εκείνη προσπάθησε να τον κρατήσει μακριά∙ η διαφορά ηλικίας, το παρελθόν της, ο φόβος της. Μα όσο εκείνος επέμενε, όσο γελούσε μαζί της, όσο της έδειχνε ότι δεν τη βλέπει «σπασμένη» αλλά «δυνατή», τα τείχη της έπεφταν.

Δεν ήθελε να τον αγαπήσει. Μα δεν μπορούσε να το αποφύγει. Κι αυτός ο έρωτας, αντί να τη λυτρώνει, την τρόμαζε.

Και τώρα, βλέποντάς τον πίσω από τα κάγκελα της φυλακής της Μονοπολίας, η Άννα κατάλαβε κάτι που δεν ήθελε να παραδεχτεί: δεν φοβόταν πια την αγάπη. Φοβόταν μόνο την απώλεια.


Ο Μάριος περπατούσε δίπλα της, κι ας μην είχε πει λέξη. Η σιωπή του ήταν βαρύτερη από οποιονδήποτε καυγά. Εκείνη ήξερε ότι την έκρινε, ότι πίστευε πως ο δεσμός της με τον Νίκο ήταν λάθος. Ίσως να είχε δίκιο, ίσως όχι. Μα η καρδιά της δεν άκουγε λογική.

Σήκωσε το κεφάλι της, κοίταξε τον ουρανό της Μονοπολίας που άλλαζε συνεχώς χρώματα – μια στιγμή γαλάζιος, την άλλη σκοτεινός, την επόμενη σαν φωτιά. Κι ένιωσε πως έτσι ήταν και η ψυχή της. Ασταθής, γεμάτη φόβους, μα και με μια σπίθα που δεν έλεγε να σβήσει.

Ήξερε πια: αν θέλει να αντέξει σε αυτό το παιχνίδι, πρέπει να πολεμήσει. Όχι μόνο για να σωθεί, αλλά και για να σώσει εκείνον που τόλμησε να της ξυπνήσει ξανά τα όνειρα.

Ένας ήχος την έβγαλε απότομα από τις σκέψεις της. Τα ζάρια, τοποθετημένα στο κέντρο του ταμπλό, έλαμπαν αχνά, σαν να ανυπομονούσαν για το επόμενο ρίξιμο. Ο Μάριος κοίταξε γύρω∙ δεν υπήρχε ο Νίκος να γελάσει, να πειράξει, να ρισκάρει. Ήταν μόνο οι δυο τους.

Η Άννα άπλωσε το χέρι της διστακτικά και τα ζάρια κύλησαν πάνω στις πολύχρωμες ιδιοκτησίες. Σταμάτησαν στο τέσσερα.

—«Εμπρός, πάμε…» είπε ο Μάριος ψυχρά.
—«Δεν χρειάζεται να μου μιλάς έτσι», του απάντησε εκείνη, με τα μάτια ακόμα υγρά.
—«Δεν έχω χρόνο για συναισθηματισμούς. Αν θες να βγάλουμε τον Νίκο από εκεί μέσα, πρέπει να σκεφτόμαστε καθαρά.»
—«Και νομίζεις πως είναι εύκολο;» ψιθύρισε η Άννα, μα προχώρησε το πιόνι τους.

Έκαναν το πρώτο τους βήμα χωρίς τον Νίκο. Η σιωπή ανάμεσά τους ήταν πιο βαριά κι από τα τείχη της φυλακής. Μα ήξεραν και οι δύο πως, είτε το ήθελαν είτε όχι, έπρεπε να συνεχίσουν.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις