Πράξη Α' – Είσοδος & Ανακάλυψη: Η Ζαριά που αλλάζει τα πάντα (1ο)
♙
Η Ζαριά που αλλάζει τα πάντα
Το ποτήρι με τα ζάρια γυάλιζε κάτω από το φως της λάμπας, καθώς η Άννα το σήκωσε με τα δάχτυλά της. Έκανε μια μικρή παύση∙ σαν κάτι να τη συγκρατούσε.
«Εντάξει, παιδιά. Καλή αρχή», είπε με ένα χαμόγελο που δεν έφτανε στα μάτια της.
Τα ζάρια χτύπησαν στο ξύλο με τον γνώριμο, κοφτό ήχο. Αλλά δεν κύλησαν όπως πάντα. Στροβιλίστηκαν αργά, σχεδόν τελετουργικά, και σταμάτησαν δίπλα δίπλα.
Διπλό. Δύο εξάρια.
Και τότε… άρχισαν να λάμπουν.
Όχι σαν την αντανάκλαση μιας λάμπας, αλλά σαν να είχαν μέσα τους κάτι ζωντανό, σαν να τους έκαιγε ένας πυρήνας φωτιάς. Μια λεπτή, ηλεκτρική δόνηση πέρασε από το τραπέζι και ανέβηκε στα χέρια τους, κάνοντάς τους να ανατριχιάσουν.
Ο Νίκος πετάχτηκε όρθιος.
«Αυτό… δεν είναι φυσιολογικό.»
Ο Μάριος πλησίασε διστακτικά. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί στο φως, σαν μαγνητισμένα.
«Ίσως είναι φθαρμένα… ή έχει αντανάκλαση;» ψέλλισε, πριν απλώσει το χέρι του.
Το δάχτυλό του άγγιξε την επιφάνεια του ζαριού. Μόνο που δεν ήταν σκληρό. Βυθίστηκε μέσα σαν σε νερό. Ο Μάριος τινάχτηκε πίσω, αλλά ήταν αργά. Το φως τον τράβηξε απότομα προς τα μέσα, σαν να τον κατάπιε.
«Μάριε!» φώναξε η Άννα.
Το ρεύμα άρπαξε κι εκείνη και τον Νίκο ταυτόχρονα. Δεν υπήρχε αντίσταση∙ τα σώματά τους άρχισαν να διαλύονται σε μικρά κομμάτια φωτός, που έμπαιναν με τη βία μέσα στον στρόβιλο που είχαν γίνει τα ζάρια.
Ο κόσμος τους έσπασε.
Στο κενό που ακολούθησε δεν υπάρχει χρόνος. Μόνο αριθμοί που στροβιλίζονταν γύρω τους, τετράγωνα που έπεφταν από το πουθενά, χαρτονομίσματα που φλέγεται σαν φτερά και σκιές που ψιθύριζαν «πλήρωσε, πλήρωσε, πλήρωσε…».
Η Άννα προσπαθούσε να φωνάξει, αλλά καμία λέξη δεν έβγαινε.
Ο Νίκος ένιωθε ότι τα πάντα γίνονταν κώδικας, σειρές αριθμών που τον τύλιγαν.
Ο Μάριος πάλευε να κρατήσει τη συνείδησή του, σφιχτά, λες και αν άφηνε έστω και μια σκέψη να χαθεί, θα διαλυόταν κι εκείνος για πάντα.
Και τότε, με ένα σπρώξιμο που τους τσάκισε τα σωθικά, έπεσαν.
Το έδαφος ήταν κρύο, σκληρό σαν μέταλλο. Μπροστά τους απλώνονταν δρόμοι τέλειοι, γεωμετρικοί, και κτίρια με πρόσοψη που θύμιζε γνωστές ιδιοκτησίες από το παιχνίδι: το «Ξενοδοχείο Μεγάλη Οδός», η «Οδός Ερμού», η «Φυλακή». Μόνο που ήταν πραγματικά. Ζωντανά.
Ο ουρανός έμοιαζε τεχνητός∙ σαν γυάλινος θόλος, γεμάτος λαμπερά σήματα και αριθμούς που άλλαζαν συνεχώς. Στην άκρη, δέσποζε ένας μονολιθικός πύργος με χρυσά γράμματα που έγραφαν ΤΡΑΠΕΖΑ. Η παρουσία του ήταν ασφυκτική∙ σαν να παρακολουθούσε κάθε τους αναπνοή.
Η Άννα ένιωσε το σώμα της διαφορετικό. Σήκωσε το χέρι της και είδε μέταλλο∙ ήταν το καράβι.
Δίπλα της, ο Νίκος ήταν το παπούτσι∙ βαριά, μεταλλικά άκρα που χτυπούσαν στο έδαφος με ηχώ.
Και ο Μάριος… σκύλος∙ μικρόσωμος, αλλά με μάτια που έλαμπαν σαν άνθρωπος. «Όχι… όχι, δεν γίνεται…» ψιθύρισε η Άννα, ταράζοντας το μέταλλο της φωνής της.
Ένα δυνατό καμπανάκι ήχησε από μακριά. Το έδαφος δονήθηκε κάτω από τα πόδια τους. Από την κατεύθυνση της «Αφετηρίας», μια πύλη άνοιξε. Δεκάδες φιγούρες βγήκαν έξω, άντρες και γυναίκες με κοστούμια, όλοι ίδιοι, με μάτια κενά, σαν μαριονέτες.
Μια φωνή ακούστηκε παντού, χωρίς να έχει στόμα ή πρόσωπο.
«Καλωσορίσατε στην Παρτίδα. Οι κανόνες είναι απλοί: Προχωράτε. Επιβιώνετε. Πληρώνετε. Όποιος φτάσει στην Αφετηρία με αρκετά χρήματα… ίσως ξυπνήσει ξανά στον κόσμο του.»
Τα ζάρια εμφανίστηκαν ξανά μπροστά τους, αιωρούμενα στον αέρα, λαμπερά και αδυσώπητα. Ο Νίκος έσφιξε τα μεταλλικά του δόντια.
«Δεν παίζουμε εμείς. Εκείνοι παίζουν με εμάς.»
Η Άννα δεν απάντησε. Έβλεπε το καράβι της να τρέμει.
Ο Μάριος, σκυλί πια, έβγαλε έναν υπόκωφο γρύλισμα∙ σαν να ήξερε ότι η πρώτη τους ζαριά θα ήταν και το πρώτο τους βήμα προς την παγίδα.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου