Κεφάλαιο 7ο Πρώτες Εντάσεις
♙
Πρώτες Εντάσεις
Η επόμενη ζαριά ήρθε γρήγορα, σαν να μην ήθελε η Μονοπολία να τους αφήσει να ανασάνουν. Τα ζάρια κύλησαν, κρότος βαριάς μοίρας πάνω στο ταμπλό, και οι τρεις φίλοι βρέθηκαν να συζητούν έντονα για το ποια στρατηγική θα ακολουθήσουν.
Ο Νίκος, με βλέμμα πεισματάρικο, χτύπησε το πιόνι-καράβι του στο πεζοδρόμιο.
— «Πρέπει να ρισκάρουμε. Αν κάτσουμε πίσω και φυλάμε τα λεφτά, θα μας καταπιεί το παιχνίδι. Καλύτερα να προχωρήσουμε γρήγορα, να αγοράσουμε ιδιοκτησίες, να δείξουμε ότι μπορούμε να σταθούμε.»
Η Άννα, κρατώντας νευρικά το πιόνι-παπούτσι, δίσταζε.
— «Δεν ξέρω… και αν πέσουμε σε κάτι βαρύ; Αν χάσουμε κι αυτά τα λίγα που έχουμε;»
Ο Μάριος, πιο ψύχραιμος, κούνησε το κεφάλι.
— «Ο Νίκος έχει δίκιο για το θάρρος, αλλά όχι για το ρίσκο. Το παιχνίδι δεν παίζεται όπως έξω, εδώ οι συνέπειες είναι πραγματικές. Πρέπει να σκεφτόμαστε δύο και τρεις φορές πριν κινηθούμε.»
Η ένταση ανέβηκε. Ο Νίκος ένιωθε τον θυμό να φουντώνει. Από παιδί είχε μάθει να παλεύει κόντρα στους περιορισμούς και στους κανόνες∙ δεν άντεχε να τον κρατάνε πίσω.
— «Όποιος φοβάται, μένει στάσιμος! Εγώ δεν θα αφήσω το παιχνίδι να με κάνει φυλακισμένο!»
Τα ζάρια έπεσαν. Και σαν ειρωνεία της ίδιας της Μονοπολίας, το καράβι του Νίκου σταμάτησε ακριβώς στο τετράγωνο που έγραφε Φυλακή.
Με έναν υπόκωφο θόρυβο, σιδερένια κάγκελα κατέβηκαν γύρω του. Το πιόνι-καράβι του έμεινε παγιδευμένο, και ο ίδιος ένιωσε τα πόδια του να βουλιάζουν στο κρύο πάτωμα ενός κελιού. Μυρωδιά σκουριάς, υγρασία και σκοτάδι τον τύλιξαν.
Η Άννα ούρλιαξε.
— «Νίκο!»
Έτρεξε στα κάγκελα, μα τα χέρια της διαπέρασαν το κενό χωρίς να αγγίξουν τίποτα. Ήταν εκεί, αλλά δεν μπορούσε να τον φτάσει. Έπεσε στα γόνατα, δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της.
— «Δεν… δεν θα τον ξαναδώ… το ξέρω!»
Ο Μάριος προσπάθησε να την τραβήξει πίσω, αλλά εκείνη τινάχτηκε και τον κοίταξε με μάτια κατακόκκινα.
— «Δεν καταλαβαίνεις! Εγώ κι ο Νίκος… είμαστε μαζί. Είμαστε ζευγάρι. Δεν μπορώ να τον χάσω έτσι!»
Η αποκάλυψη έσκασε σαν βόμβα. Ο Μάριος πάγωσε. Για μια στιγμή έμεινε να την κοιτά, ανίκανος να αντιδράσει. Ύστερα έσφιξε τα χείλη.
— «Άννα… είναι μικρός. Είσαι μεγαλύτερη. Δεν είναι σωστό. Δεν είναι ισορροπημένο αυτό. Και ειδικά εδώ μέσα… κάνει τα πάντα πιο επικίνδυνα.»
Η Άννα τράνταξε το κεφάλι της.
— «Δεν με νοιάζει η διαφορά ηλικίας! Με νοιάζει εκείνος. Και αν τον χάσουμε; Αν μείνει για πάντα εδώ;»
Ο Μάριος έβαλε το χέρι στον ώμο της, πιο σταθερά αυτή τη φορά.
— «Δεν θα τον χάσουμε. Σ’ το υπόσχομαι. Αλλά αν αφήσουμε τα συναισθήματά μας να μας κυβερνήσουν, θα χαθούμε όλοι. Θέλεις να τον βοηθήσεις; Τότε κράτα το μυαλό σου καθαρό.»
Η Άννα σκούπισε βιαστικά τα δάκρυά της. Ο Νίκος, πίσω από τα κάγκελα, τους κοιτούσε και ένιωθε ένα μείγμα θυμού και τρυφερότητας. Ήθελε να τους φωνάξει να φύγουν, να μην τον περιμένουν. Μα ήξερε ότι χωρίς αυτούς δεν είχε καμία ελπίδα.
Η φυλακή ήταν μόνο η αρχή…
Ο Νίκος στάθηκε για λίγο ακίνητος πίσω από τα σιδερένια κάγκελα. Έβλεπε τον Μάριο και την Άννα να μιλούν, να τσακώνονται και να κλαίνε έξω, μα ήταν σαν να τους χώριζε ένας ωκεανός. Άπλωσε το χέρι του μέσα από το κενό, μάταια. Δεν μπορούσε να τους αγγίξει, δεν μπορούσε να τους σταματήσει, δεν μπορούσε να τους στηρίξει. Ένα αίσθημα ανημπόριας τον έπνιξε.
Μια βαριά μπότα χτύπησε πίσω του.
— «Σιωπή εκεί, πιόνι», ακούστηκε μια φωνή αυστηρή, μεταλλική, με ηχώ που πάγωνε το αίμα.
Γύρισε και είδε τον Αστυνομικό: μια φιγούρα τεράστια, με στολή μπλε-μαύρη, πρόσωπο μισό σκιερό και μισό σαν μάσκα που γυάλιζε. Στο χέρι κρατούσε ένα κλειδί μεγάλο όσο σπαθί.
— «Νόμιζες ότι μπορείς να παίζεις όπως θες; Εδώ οι κανόνες είναι δικοί μας. Και όποιος ρισκάρει… πληρώνει.»
Με μια κίνηση, ο Αστυνομικός άνοιξε ένα βαρύ σιδερένιο πορτάκι στο βάθος. Το χέρι του άρπαξε τον Νίκο από τον γιακά και σχεδόν τον πέταξε μέσα. Το κελί ήταν υγρό, σκοτεινό, και το μόνο φως ερχόταν από μια χαραμάδα.
Μέσα, μια σκιά κινήθηκε. Ένας άντρας, γυμνός από τη μέση και πάνω, με μάτια βαθουλωμένα και μαλλιά που είχαν γίνει άγρια. Στην άκρη του κελιού, σκάλιζε με ένα καρφί τοίχους γεμάτους χαρακιές. Σήκωσε το βλέμμα και χαμογέλασε με τρόπο που δεν έβγαζε άνεση αλλά τρέλα.
— «Καλώς ήρθες στη φυλακή, μικρέ. Άλλος ένας που νόμιζε ότι η Μονοπολία είναι παιχνίδι.»
Ο Νίκος ένιωσε την ανάσα του να κόβεται. Έξω, οι φίλοι του γίνονταν όλο και πιο μικροί στα μάτια του, σαν να απομακρύνονταν. Κι εκείνος, πια, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Τα κάγκελα έκλεισαν με έναν υπόκωφο κρότο.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου