Κεφάλαιο 4ο Το Παπούτσι - Νίκος

 

Το Παπούτσι - Νίκος

Τότε, από τον θόλο ψηλά, αντήχησε η φωνή∙ ψυχρή, απόκοσμη, δίχως συναίσθημα:
«Στην Παρτίδα… όλοι πληρώνουν. Στην ώρα τους.»

Ο Νίκος έσφιξε τα δόντια. Έβγαλε τα χαρτονομίσματα και τα έριξε στη σχισμή. Ο στύλος φωτίστηκε για μια στιγμή με αρρωστημένο φως και ύστερα βυθίστηκε ξανά στο έδαφος.

Σιωπή.

Τα ζάρια άρχισαν να αιωρούνται πάλι μπροστά τους, λαμπυρίζοντας σαν να ανυπομονούσαν. Κανείς τους δεν μίλησε. Ούτε τολμούσαν πια να ρωτήσουν πόσα ακόμα θα τους πάρει η Παρτίδα πριν τους αφήσει πίσω, άδειους, σαν τα άλλα πιόνια που είχαν ήδη συναντήσει.

Το φως της σκακιέρας άστραψε για μια στιγμή, κι ο Νίκος ένιωσε το σώμα του να βαραίνει, σαν να τον τραβούσε μια αόρατη άγκυρα προς τα κάτω. Ο κόσμος γύρω του έλιωσε, και βρέθηκε ξανά εκεί που όλα ξεκίνησαν.


Πειραιάς.


Καλοκαίρι, μεσημέρι. Η αλμύρα της θάλασσας έφτανε μέχρι τα στενά δρομάκια, ανακατεμένη με μυρωδιά από φρεσκοψημένο ψωμί και βενζίνη από τα μηχανάκια. Ο Νίκος, δωδεκάχρονος τότε, σκούπιζε τον ιδρώτα από το μέτωπό του, καθισμένος στο μικρό του γραφείο, κολλημένος πάνω στα βιβλία.

Ήταν πάντα ένα παιδί με σκούρα καστανά μάτια∙ μάτια που έμοιαζαν να κρύβουν μόνιμα έναν ανομολόγητο θυμό, μια ανυπομονησία να ξεφύγει. Τα μαλλιά του, κοντά και ατημέλητα, κατρακυλούσαν στο μέτωπο, κι εκείνος τα έσπρωχνε νευρικά πίσω όταν διάβαζε. Ήταν λεπτός, λίγο πιο ψηλός από τους συμμαθητές του, με εκείνη την καμπουριαστή στάση που αποκτάς όταν κουβαλάς βάρος – όχι στην πλάτη, αλλά στην ψυχή.

Το σπίτι τους στον Άγιο Διονύσιο έβλεπε σ’ έναν δρόμο γεμάτο παλιά καΐκια που είχαν αράξει και σκουριάζανε χρόνια. Από το παράθυρό του έβλεπε το λιμάνι, και κάθε φορά που έφευγε ένα πλοίο, η καρδιά του σφιγγόταν. «Εκεί μέσα είναι η ελευθερία», σκεφτόταν. «Κι εγώ είμαι κολλημένος εδώ, με τις ασκήσεις μαθηματικών και τον πατέρα να με κοιτάει σαν λοχαγός.»

Ο πατέρας του ήταν αυστηρός. Δούλευε λογιστής και πίστευε πως η ζωή είναι αριθμοί, ισορροπίες, προγραμματισμός. Καμιά φορά μιλούσε στον Νίκο όπως μιλούσε στους πελάτες του: κοφτά, χωρίς συναίσθημα.
«Διάβασε, Νίκο. Όχι για το σχολείο, για τη ζωή σου. Αν αποτύχεις, δεν θα φταίει κανείς άλλος.»


Η μητέρα του, πιο μαλακή, αλλά πάντα κουρασμένη. Χρόνια στα καράβια ο αδερφός της, εκείνη μόνη με το σπίτι, να δουλεύει και να μαζεύει. Ποτέ δεν ύψωνε τη φωνή, αλλά και ποτέ δεν προστάτευε τον Νίκο από την πίεση. Μια σιωπηλή παρουσία, που τον έσφιγγε με την απουσία της.

Ο Νίκος ένιωθε ξένος ακόμα και στο ίδιο του το σπίτι. Οι φίλοι του κάτω στη γειτονιά έπαιζαν μπάλα στο στενό, αλλά εκείνος έπρεπε να μείνει μέσα, «να γίνει κάποιος». Έτσι, βρήκε καταφύγιο σ’ ένα παλιό κουτί με παιχνίδια. Εκεί μέσα υπήρχε η Μονόπολη. Τα πιόνια, τα χαρτονομίσματα, οι κάρτες.

Κάθε φορά που έστηνε το ταμπλό μόνος του, το δωμάτιο άλλαζε. Δεν ήταν πια ένα παιδί κλεισμένο σε τέσσερις τοίχους με το βλέμμα του πατέρα καρφωμένο στην πλάτη του. Ήταν ταξιδιώτης, επιχειρηματίας, ελεύθερος. Οι δρόμοι του ταμπλό ήταν οι δρόμοι που δεν μπορούσε να περπατήσει. Οι σταθμοί ήταν τα καράβια που έφευγαν χωρίς εκείνον.

Αυτή η διέξοδος έγινε συνήθεια. Όσο μεγάλωνε, οι ευθύνες τον βάραιναν, αλλά το μυαλό του έψαχνε πάντα εκείνο το παράθυρο διαφυγής. Έτσι έμαθε να κρύβει τα συναισθήματά του πίσω από ειρωνικά χαμόγελα, να μοιάζει συγκροτημένος, αλλά μέσα του να φλέγεται. Έτσι έγινε ο Νίκος που οι φίλοι του γνώριζαν: ήρεμος στην όψη, με μάτια που έκρυβαν τρικυμία.

Κι όταν βρέθηκε στη Μονόπολη για αληθινά, μέρος του ένιωσε σαν να επέστρεψε σε μια παλιά φαντασίωση. Μόνο που τώρα, τα όνειρα έγιναν δεσμά.

Η φωνή του πατέρα αντήχησε ξανά στο κεφάλι του:
  «Δεν υπάρχει άλλος δρόμος.»

Ο Νίκος έσφιξε τα δόντια, τα μάτια του γέμισαν σκοτεινή αποφασιστικότητα.
  «Θα βρω εγώ τον δικό μου δρόμο. Κι αυτή τη φορά, κανείς δε θα με κλείσει σε ταμπλό.»

Το φως τρεμόσβησε, κι όταν ξανακοίταξε γύρω του, βρέθηκε πάλι δίπλα στην Άννα και τον Μάριο, στο άπειρο μονοπάτι της σκακιέρας.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις