Κεφάλαιο 6ο Σπίτια Με Καρδιές

 

Σπίτια Με Καρδιές

Η Μονόπολη είχε νυχτώσει. Όχι όπως η πραγματική νύχτα – δεν υπήρχε ουρανός με αστέρια ούτε φεγγάρι να φωτίζει. Μόνο μια τεχνητή, παράξενη σκοτεινιά που σκεπάζει τη σκακιέρα, σαν βαρύ πέπλο. Τα φώτα στους δρόμους τρεμόπαιζαν με νευρικούς παλμούς, σαν να έπνεε ολόκληρη η πόλη. 

Τότε συνειδητοποίησαν ότι έχουν επιστρέψει στην κανονική μορφή τους και απλά κρατούσαν τα πιόνια τους πάλι. Για πρώτη φορά, δεν υπήρχαν ζάρια μπροστά τους. Δεν άκουγαν την άτεγκτη φωνή της Τράπεζας, ούτε τα βαριά βήματα του Αστυνομικού.

 Ήταν σαν το ίδιο το παιχνίδι να είχε αποκοιμηθεί, αφήνοντάς τους να ανασάνουν. Περπατούσαν αργά, σχεδόν ψιθυριστά, φοβούμενοι μην ξυπνήσουν κάτι. Τότε το είδαν.

Ένα μικρό πράσινο σπιτάκι στην άκρη του δρόμου, απ’ αυτά που σε κανονικό παιχνίδι στέκουν αθόρυβα πάνω στις ιδιοκτησίες. Μόνο που εδώ δεν ήταν άψυχο. Τοίχοι έτρεμαν ανεπαίσθητα, παράθυρα ανοιγόκλειναν μόνα τους σαν βλέφαρα, και μέσα από τη στέγη ακουγόταν ένας υπόκωφος παλμός. Θαμπ-θαμπ. Θαμπ-θαμπ.

— «Δεν… δεν μου αρέσει αυτό,» ψιθύρισε η Άννα, κρατώντας το πιόνι-παπούτσι πιο σφιχτά στο στήθος της.

Ο Νίκος πλησίασε προσεκτικά. Κάθε βήμα έκανε τον ήχο πιο δυνατό. Το σπιτάκι… είχε καρδιά. Κυριολεκτικά. Ένα τεράστιο, φωτεινό όργανο που πάλλονταν μέσα στους τοίχους του, λούζοντας τη γύρω περιοχή με κόκκινο φως.

Και δεν ήταν το μόνο. Καθώς τα μάτια τους συνήθισαν στο σκοτάδι, είδαν κι άλλα σπίτια κατά μήκος του δρόμου να πάλλονται, σαν τεράστια κουτιά που φιλοξενούσαν φυλακισμένα όντα. Μερικά χτυπούσαν γρήγορα, νευρικά∙ άλλα αργά, σχεδόν τελετουργικά.

Ο Μάριος έκανε πίσω έντρομος.
— «Σαν να… αναπνέει η πόλη. Σαν να μας παρακολουθεί μέσα από τα ίδια της τα κτίρια.»

Ξαφνικά, από ένα μεγάλο κόκκινο ξενοδοχείο στην απέναντι πλευρά, ένα παράθυρο άνοιξε με δύναμη. Ένα κομμάτι τοίχου σείστηκε, και το εσωτερικό έλαμψε με φως που θύμιζε αίμα. Ακούστηκε ένα μακρόσυρτο βογκητό∙ όχι ανθρώπινο, μα κάτι ανάμεσα σε σίδερο που στρίγγλιζε και κτήνος που πνιγόταν.

Η Άννα τράβηξε τους άλλους δύο από τα μανίκια.
— «Φύγαμε. Τώρα.»

Έτρεξαν στη σκακιέρα, μα όσο απομακρύνονταν, ένιωθαν ότι οι παλμοί των σπιτιών τους ακολουθούσαν. Σαν να είχαν καρδιές όχι μόνο για να ζουν, αλλά και για να θυμούνται.

Ησυχία έπεσε ξανά. Κανείς δεν μίλησε. Όμως όλοι είχαν την ίδια σκέψη: εδώ, ακόμη και τα κτίρια μπορούσαν να γίνουν εχθροί.

Έφτασαν σε μια γωνιά της σκακιέρας όπου τα φώτα ήταν πιο αχνά και τα κτίρια έμοιαζαν να κοιμούνται πραγματικά. Κάθισαν στο πεζοδρόμιο, τα πιόνια τους βαριά, σαν να κουβαλούσαν μαζί τους το άγχος όλου του κόσμου.

Η Άννα έσπασε πρώτη τη σιωπή:
— «Δεν γίνεται… δεν είναι απλά παιχνίδι. Αυτό εδώ ζει. Και κάθε μας βήμα το κάνει πιο επικίνδυνο.»

Ο Νίκος έγειρε το κεφάλι πίσω, κλείνοντας για λίγο τα μάτια.
— «Ναι, αλλά αν το σκεφτούμε έτσι, θα τρελαθούμε. Πρέπει να δούμε πώς θα το παίξουμε. Όπως στη ζωή έξω. Υπολογισμένα.»

Ο Μάριος κοίταξε και τους δύο, πιο σοβαρός από ποτέ.
— «Δεν έχουμε άλλη επιλογή, παιδιά. Αν αρχίσουμε πάλι να τσακωνόμαστε, θα χαθούμε. Το παιχνίδι θέλει να μας διαλύσει. Το είδατε πώς μας έσπρωξε σε καβγά όταν πληρώσαμε το ενοίκιο. Δεν μπορούμε να του κάνουμε το χατίρι.»

Η Άννα αναστέναξε βαριά, χαϊδεύοντας μηχανικά το πιόνι-παπούτσι.
— «Έχεις δίκιο. Ίσως για πρώτη φορά να μην αρκεί ο καθένας μας μόνος του. Αν δεν μείνουμε μαζί, δεν έχει νόημα να ελπίζουμε.»

Ο Νίκος κοίταξε γύρω, σαν να σιγουρευόταν πως τα σπίτια δεν τους παρακολουθούσαν πια. Έπειτα έγνεψε.
— «Συμφωνώ. Δεν είμαι εύκολος άνθρωπος, το ξέρω. Αλλά εδώ μέσα… πρέπει να μάθω να εμπιστεύομαι. Και τους δυο σας.»

Έσφιξαν τα χέρια τους –όσο μπορούσαν μέσα από τις περίεργες μορφές των πιονιών– και για πρώτη φορά από τότε που βρέθηκαν στη Μονόπολη, ένιωσαν μια μικρή σπίθα δύναμης. Όχι από το ταμπλό. Από τους ίδιους.

Ησυχία έπεσε ξανά, αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν μόνο φόβος. Ήταν και υπόσχεση.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις