Κεφάλαιο 5ο Το Πρώτο Ενοίκιο
♙
Το Πρώτο Ενοίκιο
Τα ζάρια κύλησαν μπροστά τους. Δεν ήταν πια πλαστικά, όπως στο κουτί του παιχνιδιού. Ήταν πέτρινα, γκρίζα, χαραγμένα με σπασμένα σύμβολα που έλαμπαν σαν να τα είχε χαράξει φλόγα. Όταν σταμάτησαν, ο ήχος αντήχησε σαν κρότος κανονιού στη σκακιέρα.
Πέντε.
Τα πιόνια τους –σκυλί, καράβι, παπούτσι– κινήθηκαν μόνα τους, σα να τα τραβούσε μια αόρατη δύναμη, αφήνοντας πίσω τους μικρές λάμψεις. Οι φίλοι ένιωσαν το έδαφος να αλλάζει κάτω από τα πόδια τους. Τα τετράγωνα του ταμπλό φούσκωναν και υψώνονταν, μέχρι που βρέθηκαν μπροστά σε μια σειρά από γκρίζες πολυκατοικίες.
Τα κτίρια έμοιαζαν άψυχα, θεόρατα, χωρίς χρώμα. Στα παράθυρα αχνοφαίνονταν σκιές που κουνιόντουσαν αργά, σαν να τους παρατηρούσαν. Δεν υπήρχε μουσική, δεν υπήρχαν φωνές παιδιών, μόνο ένας βαρύς αέρας που μύριζε μούχλα και σκουριά.
Ξαφνικά, μια φιγούρα ξεπρόβαλε από το κατώφλι. Ένας άντρας, γύρω στα πενήντα, με τσαλακωμένο σακάκι και μάτια κατακόκκινα από την αϋπνία. Τα χέρια του έτρεμαν καθώς κρατούσε μια κάρτα ιδιοκτησίας. Τα γράμματα επάνω της λαμπύριζαν: Οδός Σταδίου.
«Ενοίκιο,» είπε. Η φωνή του ήταν ξερή, σαν να είχε χρόνια να γελάσει.
Η Άννα ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται.
«Μα… εμείς μόλις φτάσαμε. Δεν μένουμε εδώ.»
Ο άντρας χαμογέλασε στραβά. Τα δόντια του ήταν κίτρινα, λες και είχε μασήσει σκουριά.
«Δεν χρειάζεται να μείνεις. Εδώ, όποιος πατάει, πληρώνει. Οι δρόμοι δεν ανήκουν ποτέ σε σένα. Ανήκεις εσύ σ’ αυτούς.»
Ο Νίκος έβγαλε αργά από την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα των 20 Μονόπολι. Όμως δεν ήταν αθώο χαρτί. Είχε βάρος. Έμοιαζε με σφυγμό∙ σαν να κουβαλούσε μέσα του κομμάτι της ίδιας τους της δύναμης. Το χέρι του έτρεμε όταν το έδωσε.
Ο άντρας το άρπαξε με λύσσα, σαν λιμασμένος λύκος που βρήκε ψίχουλο. Έσφιξε το χαρτί στο στήθος του και γέλασε, μα το γέλιο έμοιαζε περισσότερο με βήχα.
«Έτσι ξεκινάει. Στην αρχή μικρό ποσό. Μετά περισσότερα. Και όταν δεν θα έχετε να δώσετε… τότε η Τράπεζα θα έρθει. Και δεν θα θέλετε να δείτε την Τράπεζα.»
Τα μάτια του σκοτείνιασαν. Χωρίς άλλη λέξη, χάθηκε στο εσωτερικό της πολυκατοικίας. Τα παράθυρα γύρω τους έκλεισαν ταυτόχρονα, σαν να είχαν δει όλο το σκηνικό και να γύρισαν την πλάτη τους.
Η Άννα κράτησε το πιόνι-παπούτσι στα χέρια της, τα δάχτυλα της λευκά από την ένταση.
«Δεν είναι χρήματα αυτά. Είναι ζωή… σαν να μας πήραν ανάσα.»
Ο Μάριος κοίταξε το καράβι του που αναδύεται ελαφρά, λες και ταξίδευε σε σκοτεινή θάλασσα.
«Αν χάνουμε έτσι από την αρχή, δεν έχουμε ελπίδα. Δεν είναι απλά ένα παιχνίδι. Είναι παγίδα.»
Ο Νίκος δεν μίλησε. Τα μάτια του στένεψαν, και μέσα τους υπήρχε πείσμα, αλλά και φόβος. Είχε ξαναζήσει την αίσθηση της εξάρτησης, του να πληρώνει για να σταθεί κάπου. Τώρα το παιχνίδι απλώς το έκανε πραγματικότητα.
Τα ζάρια εμφανίστηκαν ξανά μπροστά τους, αιωρούμενα στο κενό. Έλαμπαν ελαφρά, περιμένοντας την επόμενη κίνηση.
Κανείς δεν ήθελε να τα αγγίξει. Κι όμως, ήξεραν ότι έπρεπε. Στη Μονόπολη, η ακινησία ήταν χειρότερη κι από τη χρεοκοπία.
Τα ζάρια εμφανίστηκαν ξανά μπροστά τους, αιωρούμενα στο κενό. Έλαμπαν ελαφρά, περιμένοντας την επόμενη κίνηση.
Η σιωπή τους ήταν βαριά, σχεδόν ασφυκτική, ώσπου η Άννα μίλησε πρώτη.
«Δεν γίνεται να συνεχίσουμε έτσι. Αν χάσουμε κι άλλα λεφτά, τελειώσαμε πριν καν ξεκινήσουμε.»
Ο Νίκος έσφιξε τις γροθιές του.
«Και τι προτείνεις; Να μείνουμε ακίνητοι; Εδώ μέσα, αν δεν παίζεις, σε τρώει το ταμπλό.»
Η φωνή του ήταν κοφτερή, σαν μαχαίρι. Η Άννα τον κοίταξε αγριεμένα.
«Δεν χρειάζεται να μου φωνάζεις! Δεν φταίω εγώ που πλήρωσες αμέσως!» «Έπρεπε να πληρώσω! Δεν είδες πώς μας κοιτούσε; Σαν να ήθελε να μας κατασπαράξει αν δεν δίναμε τα λεφτά!»
Η ένταση ανάμεσά τους μεγάλωνε. Ο αέρας γύρω από τα πιόνια έμοιαζε να πάλλεται, λες και η ίδια η Μονόπολη τρεφόταν από τον καβγά τους.
Τότε ο Μάριος άπλωσε τα χέρια του και μπήκε ανάμεσά τους.
«Φτάνει!» είπε με δυνατή, καθαρή φωνή. «Αυτό ακριβώς θέλει το παιχνίδι. Να τσακωθούμε, να σπάσουμε. Αν το αφήσουμε να μας διχάσει από τώρα, δεν θα βγούμε ποτέ από εδώ.»
Ο Νίκος χαμήλωσε το βλέμμα, η ανάσα του βαριά. Η Άννα έσφιξε τα χείλη της, αλλά δεν μίλησε άλλο. Για λίγες στιγμές, το μόνο που ακουγόταν ήταν ο αργός παλμός των ζαριών που αιωρούνταν μπροστά τους.
Ο Μάριος πήρε βαθιά ανάσα.
«Θα ρίξουμε ξανά. Αλλά θα το κάνουμε μαζί. Κανένας δεν θα γυρίσει πίσω μόνος του, κι ας μας κοστίσει. Συμφωνούμε;»
Και οι τρεις αντάλλαξαν βλέμματα. Δεν υπήρχε εμπιστοσύνη πλήρης, μα υπήρχε κάτι άλλο: η ανάγκη να επιβιώσουν.
Τα ζάρια έλαμψαν πιο έντονα, σαν να περίμεναν την απόφαση.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου