Κεφάλαιο 3ο Πρώτα Βήματα στη Σκακιέρα
♙
Πρώτα Βήματα στη Σκακιέρα
Τα ζάρια στροβιλίζονταν στον αέρα σαν να έχουν δική τους θέληση. Κάθε περιστροφή τους άφηνε πίσω μια λάμψη, σαν σπίθες από τζάκι. Οι τρεις φίλοι τα παρακολουθούσαν σιωπηλοί∙ δεν χρειαζόταν να αποφασίσουν ποιος θα παίξει πρώτος. Η Παρτίδα είχε ήδη αποφασίσει.
Έπεσαν στο έδαφος με έναν υπόκωφο μεταλλικό ήχο. Πέντε και τρία. Οχτώ βήματα.
Μπροστά τους, ο δρόμος απλωνόταν σαν τεράστια λωρίδα από πλακάκια με ονόματα ιδιοκτησιών: Λεωφόρος Αθηνών, Οδός Σταδίου, Ομόνοια… Τα γνώριζαν από το παιχνίδι∙ κι όμως τώρα ήταν κανονικοί δρόμοι, με πολυκατοικίες, μαγαζιά και φώτα που τρεμόπαιζαν, όλα όμως έμοιαζαν σαν σκηνικό θεάτρου, ψεύτικα και απειλητικά.
«Μάλλον… πρέπει να περπατήσουμε;» ρώτησε η Άννα, κοιτάζοντας τους άλλους με βλέμμα που πρόδιδε πανικό.
Ο Νίκος ένευσε.
«Δεν έχουμε επιλογή.»
Έκαναν το πρώτο τους βήμα. Και τότε το έδαφος άλλαξε: οι γιγάντιες πλάκες κάτω από τα πόδια τους άρχισαν να φωτίζονται με έναν αχνό μπλε χρωματισμό, μετρώντας ένα-ένα τα βήματα. Στο όγδοο πλακάκι, το φως έσβησε και τα σταμάτησε απότομα, σαν να τους κρατούσε δεμένους στη θέση τους.
Ακριβώς απέναντι, μια σκιά κινήθηκε. Από ένα σκοτεινό σοκάκι ξεπρόβαλε μια φιγούρα. Ήταν κι εκείνη πιόνι∙ ένα καπέλο, στραβωμένο, με χαραγμένες πάνω του γραμμές σαν ουλές. Δίπλα του βάδιζε μια σιδερένια σιδηροδρομική μηχανή, που έβγαζε καπνό, αν και δεν υπήρχε καμιά φωτιά.
«Νέοι παίκτες…» ακούστηκε μια βραχνή φωνή από το καπέλο. «Καλωσήρθατε στην καταδίκη σας.»
Ο Μάριος ένιωσε τα μεταλλικά του πόδια να τρέμουν.«Ποιοι είστε;»
«Εκείνοι που έπαιξαν πριν από εσάς… και δεν γύρισαν ποτέ πίσω.» Το καπέλο χαμογέλασε, ή τουλάχιστον έτσι έμοιαζε από τον τρόπο που παραμορφώθηκε το μέταλλό του.
Η Άννα τόλμησε να ρωτήσει:
«Δεν υπάρχει τρόπος; Να τελειώσει; Να φύγουμε;»
Το τρένο έβγαλε έναν απόκοσμο συριγμό.
«Η Τράπεζα πάντα κερδίζει. Εμείς μείναμε πολύ, ξοδέψαμε όλα μας τα λεφτά. Τώρα… ζούμε μόνο όσο μας αφήνει εκείνη. Πιόνια χωρίς σκοπό.»
Οι τρεις φίλοι κοίταξαν ο ένας τον άλλο. Η ζάλη του σοκ έδινε τη θέση της σε κάτι χειρότερο: μια σιωπηλή βεβαιότητα πως όντως βρίσκονταν σε παγίδα χωρίς έξοδο.
Και τότε, δίπλα στο πλακάκι τους, ξεπετάχτηκε ένας στύλος με μια πινακίδα: «Αγορά: Λεωφόρος Αθηνών – Τιμή: 60 μονόπολι». Κάτω από την επιγραφή, μια σχισμή περίμενε χρήματα.
Ο Νίκος πλησίασε.
«Κι αν δεν θέλουμε να το αγοράσουμε;»
Το καπέλο γέλασε, ένας ήχος μεταλλικός και κούφιος.
«Αν δεν το αγοράσετε, η Τράπεζα στέλνει τον Αστυνόμο. Και δεν θέλετε να τον δείτε από κοντά…»
Η Άννα σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό. Πάνω από τον θόλο έτρεχαν αριθμοί, σαν ψηφιακό ρολόι που κατέγραφε την Παρτίδα. Ήταν σαφές: το παιχνίδι είχε ήδη ξεκινήσει.
Με βαριά καρδιά, έβαλε τα πρώτα 60 χαρτονομίσματα στη σχισμή. Η πινακίδα φωτίστηκε κατακόκκινη και ένα κτίριο ξεπετάχτηκε μπροστά τους: μια πολυκατοικία με σβηστά φώτα, σαν να είχε εμφανιστεί από το πουθενά.
Ο Μάριος έβγαλε έναν αναστεναγμό που έμοιαζε με γρύλισμα.
«Πρώτο βήμα… και ξέρω πως θα καταλήξει.»
Το καπέλο πλησίασε πιο κοντά.
«Θυμηθείτε: κάθε ζάρι που ρίχνετε, σας φέρνει πιο κοντά είτε στην ελευθερία… είτε στη καταδίκη.»
Κι ύστερα οι σκιές τους κατάπιαν ξανά, αφήνοντάς τους μόνους στη σκοτεινή λεωφόρο.
Τα ζάρια άρχισαν να αιωρούνται ξανά… Ένα παγωμένο ρίγος τους διαπέρασε. Ήξεραν πως έπρεπε να συνεχίσουν, ακόμα κι αν κάθε βήμα τους έσφιγγε περισσότερο στον κλοιό της Παρτίδας.
Κύλησαν με βροντερό ήχο πάνω στις τεράστιες πλάκες. Δύο και τέσσερα. Έξι βήματα.
Άρχισαν να περπατούν, και κάθε πλακάκι κάτω από τα μεταλλικά τους πόδια φώτιζε για μια στιγμή πριν σβήσει. Ο Νίκος κρατούσε το βλέμμα του καρφωμένο μπροστά, η Άννα ψιθύριζε με αγωνία, κι ο Μάριος προσπάθησε να αστειευτεί, μα η φωνή του έσπασε.
Στο έκτο βήμα, το έδαφος πάγωσε. Μπροστά τους, ξεπετάχτηκε ένας τεράστιος στύλος με επιγραφή που έλαμπε κόκκινη:
«Φόρος Εισοδήματος – Πληρώστε 150 μονόπολι»
Μια σχισμή άνοιξε με βίαιο τρίξιμο, σαν στόμα που απαιτούσε τροφή.
Η Άννα έμεινε άναυδη.
«Μα… ΜΟΛΙΣ μας τα έδωσε η Τράπεζα…»
Ο Μάριος κλώτσησε το πλακάκι με αγανάκτηση, το μέταλλό του έβγαλε μεταλλικό ήχο.
«Δεν είναι δίκαιο! Δεν έχουμε καν προλάβει να παίξουμε!»

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου