Κεφάλαιο 10ο Η Κυρία των Δρόμων
♙
Η Κυρία των Δρόμων
Η γυναίκα τους πλησίασε αργά, τα κλειδιά στα χέρια της κουδούνιζαν με κάθε της βήμα, σαν ένα περίεργο μελωδικό ξόρκι. Η μορφή της δεν έμοιαζε με τους παίκτες που είχαν συναντήσει μέχρι τώρα∙ δεν είχε την απελπισία εκείνων που πάλευαν απλώς να επιβιώσουν. Αντίθετα, είχε την αυτοπεποίθηση κάποιου που ήξερε πως οι δρόμοι και τα σπίτια δεν ήταν απλά τετράγωνα πάνω στο χαρτόνι, αλλά κομμάτια δικής της αυτοκρατορίας.
—«Ποια… ποια είστε;» τόλμησε να ρωτήσει η Άννα.
Η γυναίκα χαμογέλασε στραβά.
—«Με φωνάζουν Κυρία των Δρόμων. Άλλοι με λένε Μαρία, αλλά αυτό είναι όνομα που ανήκει σε έναν παλιό κόσμο. Εδώ, αυτό που μετράει είναι πως οι δρόμοι πού ανήκουν. Και όποιος πατά σε αυτούς… χρωστά.»
Ο Μάριος έσφιξε τα δόντια του.
—«Δεν έχουμε αρκετά χρήματα να πληρώσουμε. Θέλουμε μόνο να συνεχίσουμε.»
Η Μαρία ύψωσε το φρύδι της.
—«Τίποτα δεν είναι δωρεάν εδώ. Αλλά ίσως… αν μου δώσετε κάτι άλλο, να σας αφήσω να προχωρήσετε. Ξέρω για τον φίλο σας, τον Νίκο. Είναι στη φυλακή. Δεν μένει πολύς χρόνος πριν η Τράπεζα αποφασίσει να τον ‘εξαφανίσει’.»
Η καρδιά της Άννας χτύπησε δυνατά.
—«Μπορείτε να τον βγάλετε;»
—«Μπορώ να δείξω τον τρόπο. Αλλά δεν το κάνω για καλοσύνη. Αν θέλετε να σταθείτε απέναντι στην Τράπεζα και στον Αστυνομικό της, θα χρειαστείτε συμμάχους. Εγώ μπορώ να είμαι μία από αυτούς, αρκεί να μου αποδείξετε πως δεν είστε απλώς άλλα τρία πιόνια που περιμένουν τη σφαγή τους.»
Η Άννα κοίταξε τον Μάριο∙ τα μάτια της γέμισαν ελπίδα, τα δικά του καχυποψία.
—«Και τι ζητάτε από εμάς;» ρώτησε ο Μάριος.
Η Μαρία έγειρε το κεφάλι της, αφήνοντας ένα χαμόγελο να απλωθεί.
—«Ένα μικρό… στοίχημα. Ένα ρίξιμο των ζαριών. Αν σταθείτε τυχεροί, κερδίζετε την εύνοιά μου. Αν όχι… τότε ένας από εσάς μένει εδώ, μέχρι να μάθει τι σημαίνει να περπατάς στους δρόμους μου.»
Η ατμόσφαιρα πάγωσε. Τα ζάρια στο χέρι της γυναίκας έλαμψαν σκοτεινά. Ήταν η πρώτη φορά που οι δύο φίλοι καταλάβαιναν πως ο κόσμος της Μονοπολίας δεν ήταν απλά ένα παιχνίδι∙ ήταν ένα βασίλειο με αφέντες και υπηρέτες, με κανόνες που δεν έγραψε καμία κάρτα.
Η Άννα ένιωθε τον λαιμό της να στεγνώνει. Ο Μάριος είχε ήδη ανοίξει το στόμα του για να πει κάτι, αλλά τα λόγια δεν έβγαιναν. Η πρόταση της Μαρίας αιωρούταν ανάμεσά τους σαν παγίδα που δεν ήξεραν αν έπρεπε να αποφύγουν ή να πατήσουν με φόρα.
«Θέλουμε… λίγο χρόνο να μιλήσουμε μεταξύ μας,» είπε τελικά η Άννα, μαζεύοντας όση ψυχραιμία της είχε απομείνει.
Η Μαρία δεν απάντησε αμέσως. Γύρισε την πλάτη, πήγε τρία βήματα πιο πέρα και στάθηκε στον ίσκιο ενός ψηλού κόκκινου ξενοδοχείου. Τα κλειδιά της κρεμόταν από το χέρι της και χτυπούσαν απαλά μεταξύ τους, σαν υπενθύμιση της εξουσίας της.
Ο Μάριος έγειρε προς την Άννα.
«Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό…» ψιθύρισε. «Ένα στοίχημα με κάποιον που ορίζει δρόμους; Αυτό δεν είναι παιχνίδι. Είναι παγίδα.»
«Και τι να κάνουμε;» του απάντησε η Άννα, χαμηλόφωνα. «Ο Νίκος… αν έχει δίκιο για την Τράπεζα… δεν έχουμε πολλές επιλογές.»
Ο Μάριος έσφιξε τις γροθιές του. Έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή και αναστέναξε.
«Θα το ρισκάρουμε για εκείνον, έτσι; Πάντα έτσι κάνουμε…»
Η Άννα έγνεψε. Δεν χρειάστηκε καν να το πουν φωναχτά. Ο Νίκος ήταν η καρδιά της παρέας — πάντα ο πιο ευγενικός, πάντα εκεί για τους άλλους. Δεν θα τον άφηναν να χαθεί πίσω από τα κάγκελα της Μονοπολίας.
Πριν προλάβουν να πάνε στη Μαρία, εκείνη γύρισε ξαφνικά προς το μέρος τους — λες και είχε ακούσει κάθε λέξη.
«Ωραία,» είπε, με ένα χαμόγελο που έδειχνε πως είχε ήδη μαντέψει την απόφασή τους. «Θα ρισκάρω κι εγώ. Για χάρη του φίλου σας.» Η Άννα και ο Μάριος κοίταξαν αποσβολωμένοι.
«Τι… εννοείτε;» ρώτησε ο Μάριος.
Η Μαρία προχώρησε προς το μέρος τους και άφησε τα ζάρια να κυλήσουν ανάμεσα στα δάχτυλά της.
«Ο Νίκος… μου θυμίζει κάποιον που γνώρισα παλιά, πριν αποκτήσω τον τίτλο μου εδώ μέσα. Θα παίξω για εκείνον. Έστω και μία φορά. Αλλά από εδώ και πέρα… ό,τι κερδίζετε, ό,τι χάνετε, ό,τι ρισκάρετε… θα το κάνετε με πλήρη επίγνωση πως ο κόσμος αυτός δεν συγχωρεί αφέλεια.»
Εν τω μεταξύ — μέσα στη Φυλακή
Ο Νίκος καθόταν στη σκιερή γωνία του κελιού του, τρίβοντας τα χέρια του από άγχος. Ο Σταύρος, ο άλλος παίκτης που είχε γνωρίσει, ήταν ξαπλωμένος στο λεπτό στρώμα και κοιτούσε το ταβάνι.
«Ηρέμησε,» είπε ο Σταύρος. «Δεν σε αφήνουν να σαπίσεις εδώ χωρίς λόγο.»
Ο Νίκος πήγε να απαντήσει, όταν ξαφνικά… το άκουσε.
Σαν ο τοίχος να είχε γίνει λεπτότερος. Σαν ο ήχος να ταξίδευε μέσα από τον πίνακα της Μονοπολίας. Φωνές. Γνώριμες.
Άννα… Μάριος…
Κάτι έκανε το στομάχι του να σφιχτεί.
«Κάποιος μιλάει για μένα…» ψιθύρισε, σχεδόν χωρίς να το πιστεύει.
Ο Σταύρος ανασηκώθηκε ενοχλημένος.
«Τι;»
«Άκουσα… μια γυναίκα. Μίλησαν για ‘κυρία των δρόμων’…» είπε ο Νίκος, κοιτώντας γύρω, λες και η απάντηση θα ξεπεταγόταν από τα κάγκελα.
Ο Σταύρος πάγωσε. «Ποια… είπες ότι άκουσες;»
Ο Νίκος τον κοίταξε κατάματα.«Σταύρο… ποια είναι αυτή η Κυρία;»
Η σιωπή που ακολούθησε ήταν τόσο βαριά που έκανε τον Νίκο να παγώσει. Ο Σταύρος χαμήλωσε το βλέμμα του, σκεπτόμενος αν έπρεπε να μιλήσει.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου