Κεφάλαιο 2ο Το ξύπνημα στην Αφετηρία
♙
Το ξύπνημα στην Αφετηρία
Ο κόσμος έπαψε να γυρίζει με ένα σπρώξιμο που έμοιαζε με σφαλιάρα. Ένα φως, δυνατό και λευκό, τους τύφλωσε, κι ύστερα άρχισε να ξεκαθαρίζει η εικόνα.
Ήταν πεσμένοι σε μια πλατεία. Στο κέντρο δέσποζε μια αψίδα με γιγάντια γράμματα: ΑΦΕΤΗΡΙΑ. Σκαλισμένα στο μέταλλο, έλαμπαν σαν να είχαν σφυρηλατηθεί για αιώνες. Γύρω τους, το έδαφος δεν ήταν γη, ούτε πέτρα, αλλά ένα μωσαϊκό από τεράστια χαρτονομίσματα που έμοιαζαν κολλημένα στο πάτωμα, σαν πλακάκια.
Η Άννα προσπάθησε να σηκωθεί. Το σώμα της έβγαλε έναν μεταλλικό ήχο που την έκανε να παγώσει. Τα χέρια της δεν υπήρχαν πια. Είχε καμπύλες, κατάρτια, ήταν… καράβι. Μόνο τα μάτια της είχαν μείνει ανθρώπινα∙ και καθρεφτίζονταν πάνω στο στιλπνό μέταλλο του νέου της σώματος.
«Όχι… όχι, όχι…» ψιθύρισε με φωνή που αντήχησε παράξενα, μεταλλικά.
Ο Νίκος σηκώθηκε δίπλα της. Κάθε του βήμα ήταν βαρύ, σαν σφυριά πάνω σε σίδερο. Κοίταξε κάτω: η γάμπα του ήταν χοντρή, κυρτή, σαν… παπούτσι. Μόνο που ολόκληρος ήταν αυτό: ένα γιγάντιο, μεταλλικό παπούτσι με σκληρές ακμές.
Έβρισε σιγανά, με τον τόνο ανθρώπου που προσπαθεί να μην πανικοβληθεί.
Ο Μάριος όμως δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Έπεσε στα τέσσερα—ή μάλλον στα τέσσερα μεταλλικά πόδια του.
«Ρε παιδιά… εγώ… εγώ είμαι σκύλος!» γαύγισε σχεδόν, με φωνή που είχε και υπόκωφο γρύλισμα. Τα μάτια του, ακόμα ανθρώπινα, τους κοίταξαν με τρόμο.
Πριν προλάβουν να πουν κάτι άλλο, μπροστά τους εμφανίστηκε μια φιγούρα χωρίς πρόσωπο. Ένα άσπρο κοστούμι, λείο, με γραβάτα, αλλά εκεί που έπρεπε να υπάρχει κεφάλι υπήρχε μόνο κενό. Από το εσωτερικό του ακούστηκε η ίδια φωνή που είχαν ακούσει πριν, ψυχρή και κοφτή.
«Καλωσορίσατε στην Αφετηρία. Σύμφωνα με τον Κανονισμό, κάθε νέος παίκτης λαμβάνει διακόσια μονόπολι ως αρχικό κεφάλαιο.»
Τα χέρια του αν μπορούσαν να ονομαστούν χέρια άνοιξαν. Σαν από το πουθενά, τρεις στοίβες χαρτονομισμάτων εμφανίστηκαν μπροστά στους φίλους. Τα χαρτονομίσματα ήταν ίδια με αυτά του παιχνιδιού, αλλά είχαν βάρος και υφή δέρματος έμοιαζαν απίστευτα πραγματικά. Μια μυρωδιά μελανιού και σκόνης γέμισε τον αέρα.
Η Άννα άπλωσε διστακτικά το μεταλλικό της «κατάρτι». Τα χαρτονομίσματα κόλλησαν πάνω της, λες και αναγνωρίζουν τον ιδιοκτήτη τους.
Ο Νίκος τα κοίταξε με δυσπιστία.
«Δηλαδή… αυτά είναι η ζωή μας τώρα; Αν τα χάσουμε, τελειώσαμε;»
Η φιγούρα γύρισε το κενό της κεφάλι προς εκείνον.
«Η Τράπεζα δεν συγχωρεί χρέη. Όποιος ξεμένει… παύει να υφίσταται. Παύει να ανήκει στην Παρτίδα.»
Ο Μάριος κατάπιε με κόπο.
«Και πώς… πώς γυρίζουμε πίσω;»
«Μόνο αν φτάσετε ξανά στην Αφετηρία με θετικό υπόλοιπο. Μόνο τότε η Παρτίδα μπορεί να κλείσει για εσάς. Μέχρι τότε… ζείτε και πεθαίνετε ως πιόνια.»
Η φωνή χάθηκε, και η φιγούρα διαλύθηκε σε σκόνη χαρτονομισμάτων που στροβιλίστηκαν και εξαφανίστηκαν στον αέρα.
Οι τρεις έμειναν μόνοι, με το βάρος των χρημάτων τους και τα άκαμπτα μεταλλικά τους σώματα. Το βλέμμα τους έπεσε στα ζάρια που αιωρούνταν μπροστά στην Αψίδα.
Η Άννα ένιωσε την καρδιά της—αν είχε ακόμα—να χτυπάει πιο δυνατά. «Δεν είναι παιχνίδι. Είναι παγίδα.»
Ο Νίκος έσφιξε τις «γροθιές» του, όσο μπορούσε μέσα στο μεταλλικό του σχήμα.
«Πρέπει να παίξουμε. Αλλά όχι όπως θέλουν εκείνοι. Αν βρούμε τον τρόπο… ίσως ξεγελάσουμε την Παρτίδα.»
Ο Μάριος κοίταξε τα ζάρια.
«Ή ίσως… εκείνη ξεγελάσει εμάς.»
Και τα ζάρια άρχισαν να γυρίζουν μόνα τους στον αέρα.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου